- ανακάθομαι
- (τους άλλους χρόνους, δηλ. ενεργ. αόρ. και μτχ. παθ. πρκ., τους παίρνει από το ανακαθίζω βλ. λ.), αμτβ., ενώ είμαι ξαπλωμένος σηκώνω τον κορμό και κάθομαι έχοντας απλωμένα τα πόδια: Τον βρήκα να ανακάθεται στο κρεβάτι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.