ανακάθομαι

ανακάθομαι
(τους άλλους χρόνους, δηλ. ενεργ. αόρ. και μτχ. παθ. πρκ., τους παίρνει από το ανακαθίζω βλ. λ.), αμτβ., ενώ είμαι ξαπλωμένος σηκώνω τον κορμό και κάθομαι έχοντας απλωμένα τα πόδια: Τον βρήκα να ανακάθεται στο κρεβάτι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ανακάθομαι — ανακάθομαι, ανακάθισα βλ. πίν. 160 Σημειώσεις: ανακάθομαι : για τον αόρ. σε ισα δες σημείωση καθίζω – κάθομαι …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ανακάθομαι — ανακαθίζω, ανασηκώνω το κορμί μου, ανασηκώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + κάθομαι] …   Dictionary of Greek

  • ανακαθίζω — ανακαθίζω, ανακάθισα βλ. πίν. 33 και πρβλ. ανακάθομαι …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ανακαθίζω — ισα, ισμένος 1. μτβ., βάζω κάποιον να καθίσει με όρθιο τον κορμό και απλωμένα τα πόδια: Ανακάθισε τον άρρωστο στο κρεβάτι του. 2. αμτβ., ανακάθομαι (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”